αννόνα

αννόνα
αννόνα, η
η αννώνα*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αννώνα — (AM ἀννώνα κ. ἀννώνη κ. ἀννόνα) μσν. νεοελλ. προμήθειες, σοδειά «έχει την αννώνα του» (Χαλκιδική, Άθως) έχει προμήθειες τροφίμων, κυρίως σταριού, για να περάσει τη χρονιά του (αρχ. μσν.) σιτηρέσιο, ετήσιο βοήθημα που δινόταν από τον αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”